Τα λιπαρά της διατροφής βρίσκονται στο επίκεντρο του ερευνητικού ενδιαφέροντος τα τελευταία χρόνια, με τα αποτελέσματα πολλών μελετών να προειδοποιούν για την επίδραση ορισμένων κατηγοριών διαιτητικού λίπους στον κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών νοσημάτων.

Ωστόσο, τα επιστημονικά δεδομένα που αφορούν τη σχέση των διαφορετικών ειδών λιπαρών οξέων με τη θνησιμότητα είναι μέχρι στιγμής αντικρουόμενα.

Για τους σκοπούς νέας μελέτης, που δημοσιεύεται στο διεθνές επιστημονικό περιοδικό JAMA Internal Medicine, ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ χρησιμοποίησαν δεδομένα από 126.233 ενήλικες, τους οποίους παρακολούθησαν για περισσότερα από 30 έτη. Κατά τη διάρκεια διεξαγωγής της μελέτης, οι εθελοντές συμπλήρωναν ερωτηματολόγια σχετικά με τις συνήθειες διατροφής και τρόπου ζωής και τη γενικότερη κατάσταση της υγείας τους, κάθε 2-4 χρόνια.

Στόχος της ερευνητικής ομάδας ήταν να διερευνήσει τη σχέση μεταξύ των διαφορετικών ειδών λιπαρών και των ποσοστών θανάτου από διάφορα νοσήματα, όπως οι καρδιαγγειακές παθήσεις, ο καρκίνος, οι εκφυλιστικές νόσοι του νευρικού συστήματος και τα αναπνευστικά προβλήματα.

Συνολικά, κάθε αύξηση στην πρόσληψη trans λιπαρών οξέων κατά 2% φάνηκε να συνδέεται υψηλότερο κίνδυνο πρόωρου θανάτου κατά 16%. Αντίστοιχα, κάθε αύξηση της κατανάλωσης κορεσμένων λιπαρών κατά 5% βρέθηκε να σχετίζεται με 8% υψηλότερο κίνδυνο θνησιμότητας, συγκριτικά με αντίστοιχη αύξηση της πρόσληψη υδατανθράκων. Από την άλλη, η υψηλή κατανάλωση πολυακόρεστων και μονοακόρεστων λιπαρών οξέων σχετίστηκε με 11-19% χαμηλότερο κίνδυνο θνησιμότητας.

Όπως αναφέρουν οι ερευνητές, τα ευρήματα της μελέτης τονίζουν τη σημασία της αποφυγής των trans λιπαρών οξέων και της αντικατάστασης των κορεσμένων από ακόρεστα λιπαρά. Στην πράξη, αυτό μπορεί να επιτευχθεί αντικαθιστώντας το ζωικής προέλευσης λίπος με ποικιλία φυτικών ελαίων.